- υποκουφίζω
- Α1. ανακουφίζω λίγο2. (αμτβ.) είμαι ελαφρότερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κουφίζω (II) «ελαφρύνω, καταπραΰνω, ανακουφίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποκουφίζοντα — ὑποκουφίζω to be lighter pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποκουφίζω to be lighter pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκουφίζουσιν — ὑποκουφίζω to be lighter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποκουφίζω to be lighter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκουφιζομένους — ὑποκουφίζω to be lighter pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκουφιζόμεναι — ὑποκουφίζω to be lighter pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκουφίζεσθαι — ὑποκουφίζω to be lighter pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκουφίζονται — ὑποκουφίζω to be lighter pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκουφίζοντες — ὑποκουφίζω to be lighter pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυποκουφίζω — Α ανακουφίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποκουφίζω «ανακουφίζω»] … Dictionary of Greek